- μηλάνθη
- μηλάνθη, ἡ (ΑΜ)1. το έντομο μηλολόνθη2. (κατά το λεξ. Σούδα) «μηλάνθηεἶδος ζῷου μικροῡ»3. (κατά τον Ευστάθ.) «ζῷον μεῑζον σφηκὸς ἐκ τῆς ἀνθήσεως τῶν μηλεῶν γεννώμενον ἢ ἀρχομέναις ἀνθεῑν προσιπτάμενον»4. άνθος μηλιάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < μηλολάνθη με απλολογία (πρβλ. αμφιφορεύς > αμφορεύς)].
Dictionary of Greek. 2013.